ειδικός

ειδικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή σε ορισμένες περιπτώσεις, που έχει ορισμένο σκοπό ή προορισμό: Ψηφίστηκε ειδικός νόμος για τους παραπηγματούχους.
2. που ασχολείται σε ορισμένο κλάδο επιστήμης ή τέχνης, που έχει ειδικότητα σ' αυτόν: Ειδικός διαβητολόγος.
3. ως ουσ., ειδικός, ο, η ο ειδικευμένος σε κάτι (ιδίως γιατρός): Να εξεταστείς σε ειδικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εἰδικός — specific masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… …   Dictionary of Greek

  • εἰδικά — εἰδικός specific neut nom/voc/acc pl εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc/acc dual εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδικώτερον — εἰδικός specific adverbial comp εἰδικός specific masc acc comp sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδικωτάτων — εἰδικός specific fem gen superl pl εἰδικός specific masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδικωτέραις — εἰδικός specific fem dat comp pl εἰδικωτέρᾱͅς , εἰδικός specific fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδικωτέρων — εἰδικός specific fem gen comp pl εἰδικός specific masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδικῶν — εἰδικός specific fem gen pl εἰδικός specific masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδικόν — εἰδικός specific masc acc sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδικώτατα — εἰδικός specific adverbial superl εἰδικός specific neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”